κρασίλα

κρασίλα
η
1) запах вина; 2) перегар, винный дух;

βρωμάει ( — или μυρίζει) κρασίλες — от него разит вином


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κρασίλα" в других словарях:

  • κρασίλα — η [κρασί] η οσμή τού κρασιού και ιδίως αυτή που βγαίνει από το στόμα μεθυσμένου, η απόπνοια κρασιού («έχυσε το κρασί πάνω μου και μυρίζω κρασίλα») …   Dictionary of Greek

  • κρασίλα — η μυρωδιά κρασιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • κρασούρα — η 1. μεγάλη ποσότητα κρασιού 2. μυρωδιά κρασιού, κρασίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + κατάλ. ούρα (πρβλ. μουντζ ούρα, σκοτ ούρα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»